- εξοικισμός
- ἐξοικισμός, ο (AM) [εξοικίζω]εκδίωξη, βίαιη απομάκρυνση τών ανθρώπων από τα σπίτια τους ή την πατρίδα τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξοικισμός — expulsion of inhabitants masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοικισμόν — ἐξοικισμός expulsion of inhabitants masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)